Ένα μεγάλο απαγορευτικό «Χ», από δύο νοητούς άξονες που δημιουργούνται ο ένας από την παλέτα , μέχρι το αριστερό χέρι και ο άλλος, από το δεξί χέρι κάτω από την παλέτα, μέχρι τα φθαρμένα από την δουλειά πινέλα. Φαντάζομαι πως δεν είναι σκόπιμο το εμπόδιο στην σύνθεση, όμως λόγω αυτού, δεν κατάφερα να μπω στο έργο και να ταυτιστώ μαζί της.
Σ’ έναν χρόνο που πετρώνει μέσα από τις στιγμές του, που εισέβαλαν οι αγελάδες, εμφανιζόμενες σε μιαν από τις πρώτες ενότητες των έργων της Ειρήνης Ηλιοπούλου. Μνημειακές και ταυτοχρόνως ζωντανά παλλόμενες, αρχετυπικές και την ίδια ώρα δραματικές, μέσα από τις εντάσεις ενός σοβούντος λυρισμού, μετέβαλαν το τοπίο που τις φιλοξενούσε στις λοφοσειρές και τα σκοτεινά λιβάδια του σώματός τους. Το βλέμμα τους, τραγικά αθώο, έλαμπε καρφωμένο προς το βορά, σαν πυξίδα για χαμένους ναυαγούς στο πέλαγος. Ο παραδείσιος και εφιαλτικός κόσμος των αγελάδων έδωσε το έναυσμα για τα «παραστατικά ανοίγματα» της Ηλιοπούλου, όπως τα βλέπουμε στους άδειους χώρους της λησμονιάς και της αναμονής που ζωγράφισε κατόπιν, διαμορφώνοντας δαιδάλους από τοίχους, διαδρόμους, φεγγίτες, σκαλωσιές για τα περάσματα και τα αδιέξοδα, για τους υπόγειους συρμούς, και τα θέατρα πλοήγησης της μεταίσθησης.