Επιλέξτε τη γλώσσα σας

We shall not cease for exploration and the end of all our exploring will be to arrive where we started and to know the place for the first time.
T.S. ELIOT FOUR QUARTETS'

Ο πρωτοποριακός καλλιτέχνης στις αρχές αυτού του αιώνα διεκδικούσε πρωτίστως την αυθεντικότητα ως αναφαίρετο δικαίωμα του· ο μεταμοντέρνος όμως δημιουργός δεν μπορεί πλέον να βασιστεί σε κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να «επανεφεύρει», αφού η δυνατότητα για πρωτογενή σύλληψη του έχει a prioriαποκλειστεί. Σήμερα κάθε ιδέα εμφανίζεται ως «ξαναχρησιμοποιημένη», ενώ η επαναδημιουργία αποτελεί τον κανόνα. Για να ερανιστούμε λίγες από τις σκέψεις του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, η σημερινή κουλτούρα είναι σε τέτοιο βαθμό μαζική που καμιά εμπειρία δεν είναι αυθεντική, αλλά αποτελεί αναδίφηση στην κεκτημένη εμπειρία παλαιότερων εποχών και γενεών.

Και ασφαλώς το μεταμοντέρνο είναι μέρος του μοντέρνου αφού παράγεται από τη λειτουργία του. Κάθε δεδομένη ιδέα, έστω κι αν έχει ηλικία μιας μέρας, πρέπει να τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Αλήθεια, ποιάν αντίληψη περί χώρου ανέτρεψαν ό Πικάσσο και ο Μπρακ; Μα το χώρο του Σεζάν, ο όποιος υπήρξε με τη σειρά του το ξεθεμελίωμα του εμπρεσιονιστικού χώρου.

Και τί πλαστικό ιδεώδες ξερίζωσε ο Ντυσάν μετά το 1912; Μα την ανάγκη του να κατασκευάζει κανείς έναν πίνακα, έστω και αν αυτός είναι κυβιστικός. Με εκπλήσσουσα  επιτάχυνση οι «γενιές» αμφισβητούν η μία την άλλη, με άλλα λόγια ανατρέπουν την πίστη στην αυθεντικότητα γενικά. Μόνο τότε ένα έργο τέχνης μπορεί να θεωρηθεί μοντέρνο, εάν έχει υπάρξει πρώτα μετα-μοντέρνο, δηλαδή αν έχει μπει στη διαδικασία της αποθεμελίωσής του. Στη Μπιεννάλε του Σύδνεϋ το 1986 τέθηκαν τα προβλήματα αυτά μ’ έναν τρόπο άκρως επαγωγικό. Ο Μοντερνισμός μας απέκοψε με δραστικό τρόπο από το παρελθόν ο μεταμοντερνισμός επανακάμπτει στο παρελθόν αξιοποιώντας το ως μορφή και προσδοκώντας μέσα απ’ αυτόν τον «χαμένο καιρό» να βρει νέες διεξόδους ελευθερίας.

Υπό αυτή την προοπτική οφείλει να δει κανείς τη σύγχρονη ζωγραφική - στην Ελλάδα και αλλού - με ριζικά διαφοροποιημένα κριτήρια. Παρ’ όλα αυτά όμως αναρωτιέμαι τί ρόλο αλήθεια μπορεί να παίξει η ζωγραφική σήμερα, όταν υπάρχουν σε χρήση άλλα απείρως εντυπωσιακότερα και αληθοφανέστερα μέσα σχετικά με την παραγωγή εικόνων όταν, για παράδειγμα, ο κινηματογράφος είναι σε θέση να καθηλώσει τον θεατή μπροστά στην εξαιρετικά σύνθετη και «μαγική» υφή της ρέουσας εικονοποϊίας του. Ένας άνθρωπος του 11ου αιώνα ήταν απολύτως φυσικό να μένει έκθαμβος μπροστά στις τιτανικές επιτεύξεις του Ρούμπενς - Σήμερα όμως; - Τα μάτια μας δεν έχουν γίνει αρκετά υπεροπτικά; Όποιος παρακολούθησε το «Ραν» του Κουροσάβα, έχει δει στο έπακρο τις δυνατότητες του κινηματογράφου, όσον αφορά στην οφθαλμαπάτη και στο χτίσιμο ενός συνθετικού οράματος.

Μήπως όμως το ερώτημα της προηγούμενης παραγράφου είναι αρκούντως ρητορικό και εμπεριέχει αφ’ εαυτού του την απάντηση; Μίλησα για «αληθοφανέστερα» και «εντυπωσιακότερα» μέσα πρέπει κανείς όμως να λάβει υπ’ όψη του ότι η ζωγραφική ανατρέπει με τις επιλογές της τις όποιες δικές μας λανθάνουσες επιθυμίες για «αληθοφάνεια» αποδεικνύοντας μάλλον ότι οι «αληθοφανείς» ζωγράφοι είναι κακοί ζωγράφοι ή ακόμα χειρότερα κακοί χρήστες της φαντασίας τους.

Να λοιπόν πού υπερτερεί ή ζωγραφική έναντι όλων των άλλων οπτικών τεχνών και να που ακριβώς αυτή η υπεροχή της κάνει όλες τις άλλες παρεμφερείς καλλιτεχνικές εκφράσεις να τη μιμούνται: Η ζωγραφική παρουσιάζει μία στατική - εξωτερικά - εικόνα που όμως ενδιάθετα περιέχει κίνηση, ρυθμό, εξέλιξη, ένταση και μία διαρκή κορύφωση. Φαντάζεται κανείς ότι σ’ έναν πίνακα υψηλής ζωγραφικής αξίας ο θεατής μπορεί να παραμείνει σε ένταση, όσο η προσωπική του αντοχή το επιτρέπει. Ίσως ηχεί παράδοξα, αλλά είναι έτσι ένα φιλμ τελειώνει, ένας πίνακας όχι. Η συμπυκνωμένη του επαγγελία διαρκεί όσο διαρκει η δύναμη της συγκίνησης και η επιθυμία της εσωτερικής συνομιλίας.

Η Ειρήνη Ηλιοπούλου - η αφορμή για όλες αυτές τις σκέψεις - μπορεί να κριθεί ως παραδοσιακή ζωγράφος, αφού σχεδόν πάντα ξεκινά από ένα δεδομένο θέμα. Από τη σκοπιά αυτή συνεχίζει τη μικρή, αλλά σημαντική παράδοση του ελληνικού ρεαλισμού πού λάμπρυναν οι δάσκαλοι του 19ου αιώνα, αλλά και νεώτεροι ζωγράφοι, όπως ό Παπαλουκάς και ο Τσαρούχης ή ορισμένως ο Μόραλης και ο Τέτσης. Το ενδιαφέρον σ’ αυτή τη ζωγράφο έγκειται πάντως στο πώς προσεγγίζει την πραγματικότητα, ποιά στοιχεία της κατακρατά, πόσο λαμβάνει υπ’ όψη της την καθόλου ιστορία της τέχνης, και τέλος πώς ανατρέπει την πραγματικότητα αυτή για να φτάσει σ’ ένα διαφορετικό - από το αρχικό ερέθισμα - αποτέλεσμα. Οι κολορίστικες αρετές της επιτρέπουν να κινείται μέσα σε μία παραμυθένια, ρόδινη ατμόσφαιρα που όμως αιφνίδια μπορεί να μεταστραφεί σε εφιάλτη. Υπάρχει μια ενδιάθετη ανησυχία στα έργα της, κάτι πού επισημαίνει πως τα πράγματα μπορεί να είναι κι αλλιώς. Δείτε αυτούς τούς γήινους αγγέλους πού εισβάλλουν μέσα στα υγρά δωμάτια και τα φτερά τους καθρεφτίζονται στα πόμολα της πόρτας ή τού παράθυρου. Ή παρατηρείστε τα εσωτερικά από το εγκαταλελειμμένο παρισινό θέατρο Le Vieux Colombier, με τα θριαμβικά όσο και αποτρόπαια φώτα του, με τη δράση των κόκκινων ή των φαιών, τα οποία «παρίστανται» προς θέαση εις το διηνεκές. Η  Ηλιοπούλου πέτυχε στα έργα αυτά να σαρκώσει την ιδιότυπη ατμόσφαιρα ενός αληθινά μαγικού χώρου όπως είναι το θέατρο. Ή τέλος προσέχτε αυτά τα τρένα που εισβάλλουν στραφταλίζοντας στις σκοτεινές σήραγγες και τις γεμίζουν μ’ ένα φως σχεδόν υστερικό στην απολυτότητά του.

Η Ηλιοπούλου έχει θητεύσει κοντά στον Cremonini και σ’ αυτόν χρωστά πολλά από τα ειδοποιά στοιχεία της γραφής της. Η ίδια όμως έχει διαπλάσει περαιτέρω ένα πλαστικό ιδίωμα άκρως προσωπικό και ενδιαφέρον τόσο παθητικό, όσο και «υποψιασμένο». Γιατί εκεί μας οδηγεί αγαπητοί φίλοι η ζωγραφική εξέλιξη σήμερα, αν πρέπει βέβαια να ολοκληρώσω τον συλλογισμό του προλόγου και να καταλήξω κάπου σχετικά με το πρόβλημα της αυθεντικότητας και της «πρωτοτυπίας» στην τέχνη ζητούμενο τελικά είναι μία δημιουργία στην οποία η τεχνική θα εναρμονίζεται με την πνευματική ανησυχία και με την αναζητητική φαντασία.

Υπάρχουν επί γης - και υπήρξαν σ’ όλες τις εποχές - χιλιάδες καλοί τεχνίτες που απλώς αναπαράγουν κεκτημένες λύσεις και παράγουν «έργα τέχνης» για το κοινό τους που φτιάχνουν αισθητικά αντικείμενα.

Σάς ρωτώ όμως, αλήθεια αρκεί μονάχα αυτό;

 

DUSSELDORF 10-2-88.    
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ