Ήδη από το 1990 η Ειρήνη Ηλιοπούλου έκανε αισθητή την παρουσία της στο Salon de Mars του Παρισιού με τις μορφές των βοοειδών της-αποτελούμενες από μεγαλοπρεπείς όγκους που στέκουν με απάθεια καν χάρη, γαλήνια επιβλητικοί και άγρυπνοι μέσα στη γεμάτη-αξιοπρέπεια σιωπή τους. Πλάσματα που τελούν εν αναμονή ανάμεσα σε αποχρώσεις ψημένου πηλού, τόνους σε καστανόξανθο και σοκολατί χρώμα που παραπέμπουν σε έλη και υγρότοπους νοτερά κατακάθια βούρκων. Στη συνέχεια, εγκατέλειψε τις θηριώδεις αυτές μορφές που παρουσίασε στο Παρίσι, για να αποκαλύψει τα τοπία της νότιας Γαλλίας.
Η Ειρήνη είναι για μένα μια παλιά φίλη γνώριμη από χειμωνιάτικους αμπελώνες, από νυχτωμένους κήπους γεμάτους δροσιά και βρύα, από βάλτους στο χρώμα του ουρανού κι από αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων στο χρώμα της παρακμιακής αυτοκρατορικής πορφύρας. Εξάλλου τα «πορφυρά» της στάθηκαν αφορμή, πριν αρκετά χρόνια, να διεισδύσω σε μια εύφορη απορία για όλο της το έργο. Είχε τότε μεταφέρει την αίσθηση αυτών των αιθουσών στους μουσαμάδες της με μια μοναδική ακρίβεια σιωπής.
Ζούμε την πρώτη θεωρία της τέχνης η οποία δεν έχει ως συστατικό της μια ισχυρή κριτική της μορφής. Ως την περίοδο του όψιμου μοντερνισμού, συχνά έμοιαζε πως τίποτε δεν μας απασχολούσε παρά η μορφή. Έκτοτε ασχολούμαστε σχεδόν με οτιδήποτε άλλο, αρκεί να μη διακινδυνεύσουμε μια αναφορά σε μορφολογικά ζητήματα.