Στα καινούργια έργα της Ειρήνης, ταύροι, αγελάδες και κατσίκια, κατοικούν τους αγριότοπους της φαντασίας της. Σ’ αυτά βλέπουµε να ενσαρκώνεται «η φάρµα µέσα της», που είναι µια παραλλαγή του «παιδιού µέσα της». Μέσα από τις ζωγραφιές της, γαλήνιες αγελάδες κοιτάζουν λοξά τον θεατή, ανήσυχες για τις σαρκοβόρες προθέσεις του. Η αλήθεια είναι πως η Ειρήνη έχει ασχοληθεί εδώ και πολλές δεκαετίες µε το θέµα των αγελάδων, έχοντας τες παρουσιάσει σε ατοµική έκθεση στο Salon de Mars στο Παρίσι, το 1990, µε την γκαλερί Berggruen. Στην πορεία της έχει συχνά αντλήσει από την δεξαµενή των ζώων της φαντασίας της, πλάσµατα του ζωικού βασιλείου, βάζοντάς τα δεξιοτεχνικά και ταχυδακτυλουργικά στα τοπία της, άλλοτε µισοκρυµµένα, άλλοτε καµουφλαρισµένα, σαν σε κρυφτό. Όµως το καλοκαίρι του 2021, άρχισε να πλάθει µικροσκοπικά γλυπτά, τοτέµ ζώων από πηλό, στο νησί της Κάσου, και έφτιαξε το δικό της σύµπαν από ζώα, τα οποία στην συνέχεια ενσωµάτωσε στους πίνακές της. Παράλληλα, ξαναγυρνά σε αγαπηµένες παλιές συνθέσεις και τοπία, τα οικειοποιείται εκ νέου, και εισάγει σ’ αυτά τους συντρόφους της, τα ζώα. Έτσι, η οικεία πανίδα κάνει την εµφάνισή της σε ασυνήθιστα µέρη, καθώς η Ειρήνη επαναφέρει σε κατάσταση παρθένας φύσης ένα αδιέξοδο κάποιου δρόµου της πόλης, µε µια στρατιά από φτερωτούς φίλους.
«Ο δρόµος είναι γεµάτος δροσερές πηγές και σκιερά δέντρα, τα µεγάλα και πληµµυρισµένα ποτάµια τώρα είναι ήρεµα, τα οπωροφόρα δέντρα γεµίζουν καρπούς, οι πεδιάδες είναι σκεπασµένες µε φρέσκο χορτάρι για τις αγέλες των ζώων, τα λουλούδια είναι ολάνθιστα και τα πουλιά κελαηδούν χαρούµενα», έτσι περιέγραψε σε επιστολή του ο Μανουήλ Παλαιολόγος την άνοιξη του 1407. (Επιστ. 45.161-208).
Η εικαστική κοινότητα των ζώων της Ειρήνης Ηλιοπούλου, συµβολίζει την ανθρώπινη αναζήτηση της υπέρτατης, ανεπιτήδευτης αθωότητας της ζωής. Εδώ, τώρα, δεν είναι η ονειρική έκπληξη που προβάλλει µέσα από τα µυστήρια της φύσης εκείνη που στέλνει το µήνυµα, αλλά η ίδια η ζωντανή φύση συναρπάζει µε την αλήθεια της, µε την απολύτως ρεαλιστική παρουσία της, µέσω της οποίας µάς λέει την ιστορία της και εκφράζει το πάθος για τη συνέχεια της ύπαρξης της, µε, οµολογουµένως, αριστοτεχνικό εικαστικό τρόπο. Υποτίθεται ότι τα ζώα δεν µιλούν, αλλά, εδώ, η Μπέλλα, ο Χάρης και τα άλλα µέλη της κοινωνίας της φάρµας, συνδιαλέγονται πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον θεατή, συχνά, σε φυσικό µέγεθος, µόνο µε την παρουσία τους, µε την ισορροπία της ύπαρξης τους.