Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η τελευταία έκθεση της Ειρήνης Ηλιοπούλου στην Αθήνα το 2004 ολοκληρώθηκε εντυπωσιακά με μπαλόνια να αιωρούνται σε υπαίθρια πανηγύρια, με εφήβους και νυμφίδια καβάλα σε αφηνιασμένα αλογάκια του καρουσέλ που χάνονται καλπάζοντας στο ηλιοβασίλεμα… κάτι σαν προάγγελος της παρούσας ενότητας έργων. Μια έκπληξη που έχει δρομολογηθεί εδώ και αρκετά χρόνια και έχει παραμείνει μυστική ως τώρα. Σε αυτή την ιδιαίτερα προσωπική έκθεση, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν τα παιδιά. Σαν ονειρικά επεισόδια, αυτοί οι καινούργιοι πίνακες εξερευνούν εκείνες τις αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις της παιδικής ηλικίας που αποτελούν συνάμα ενδόμυχες ενθυμήσεις και οικουμενικά αρχέτυπα – οι ιστορίες της Ειρήνης. Εδώ η ζωγράφος μάς χαρίζει θησαυρούς μικρών κοριτσιών – πολυαγαπημένα παιχνίδια και ενθύμια που ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Στα έργα αυτά, αναδιφά το υποσυνείδητο, διερευνώντας την έννοια της «μνημονικής οθόνης» – το πώς θυμόμαστε, αναπαριστούμε ή ακόμα και επινοούμε τις ιστορίες του παρελθόντος μας. Τα πρόσφατα έργα της αντανακλούν την αμφίσημη φύση αυτών των αναμνήσεων, την απατηλότητα των ονείρων και τον τρόπο με τον οποίο η ζωγράφος μεταγράφει αυτή τη συγκεχυμένη κατάσταση στον καμβά.

Τα έργα βρίθουν υπαινιγμών en abyme. Οι διάφοροι πίνακες συνδιαλέγονται μεταξύ τους μέσω της επανεμφάνισης αντικειμένων, σκηνικών ή προσώπων (που ενίοτε αποτελούν ενσάρκωση της ίδιας της καλλιτέχνιδας). Ο τρόπος με τον οποίο τα έργα επικοινωνούν και αλληλοσυνδέονται φέρνει στον νου έναν επαναλαμβανόμενο στίχο από νανούρισμα. Τα νήπια στο σκούρο χρώμα των δαμάσκηνων, που κρατούν τις επίσης μελαψές κούκλες τους στην ακτή του Τρίπτυχου, επανέρχονται στο κουκλόσπιτο του Αρχιτέκτονα, το οποίο είναι μινιατούρα θεάτρου. Το κεφάλι ενός ερωτιδέα, που μετά βίας διακρίνεται στα κλωνάρια των Νεραντζιών, επανεμφανίζεται στο γείσο του τζακιού του ίδιου κουκλόσπιτου σαν πορτρέτο. Μια κόκκινη κορδέλα πλέκεται στα ενωμένα χέρια παιδιών, που παραμένουν μυστηριωδώς τεντωμένα παρότι ο κύκλος τους έχει σπάσει. Επίσης, κόκκινες κορδέλες διακοσμούν υπερμεγέθη δέματα στο κουκλόσπιτο. Η εκθαμβωτική νεαρή ταξιθέτρια στο έργο Θέατρο τραβά την άλικη αυλαία με μια κόκκινη κορδέλα, αποκαλύπτοντας μια μαγευτική θέα γαλάζιας λίμνης που αντηχεί και αλλού. Η επανεμφάνιση αντικειμένων και στοιχείων, το πέρασμά τους από τον ένα πίνακα στον άλλο, δημιουργεί αντήχηση – όπου το αναπάντεχο αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του λυρισμού της Ηλιοπούλου.

 Ως θεατές, αντιδρούμε με καθυστέρηση, αβέβαιοι για τα ίδια μας τα μάτια. Ο μηχανισμός λειτουργίας των ονειρικών αυτών επεισοδίων περιστρέφεται γύρω από ένα είδος σουρεαλιστικής εικονοκλασίας. Δεν είναι από απλή αυθάδεια που ασκεί το προσωπικό και ιδιαίτερο προνόμιό της, αδιαφορώντας για το καθωσπρέπει της ζωγραφικής αλλά έχει να κάνει με το πάθος της για το δραματικό και τη σκηνογραφία. Στη δουλειά της, η Ειρήνη Ηλιοπούλου θίγει υπαινικτικά τα φανταστικά υποστυλώματα του ονειρικού κόσμου: νεαροί ναυαγοί με σακάκι και γραβάτα κρατούν χαρτοφύλακα και αναπνευστήρα. ένα κορίτσι, παραστολισμένο για τους τροπικούς, κρατά τρίαινα. Αντικείμενα ξεβρασμένα στην ακτή ύστερα από τρικυμία; Ένα γυμνό παιδί κάθεται μπροστά σ' ένα καλάθι με αχιβάδες σαν να ήταν φυλαχτά σαμάνου. Ίσως η κόκκινη βαλίτσα να είναι το σεντούκι που φέρει τα λάφυρα κάποιου πειρατή;

Το όνειρο της φυλετικής ισότητας, η εξύμνηση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας με μια κάποια αποικιακή νύξη (σεμνά ντυμένη νεαρή δασκάλα περιστοιχισμένη από τους μαύρους μαθητές της, τόσο τους «αυτόχθονες» όσο και τους «πολιτισμένους») έρχεται σε αντίθεση στο συνοδευτικό έργο με την άφιξη του μικρού μαύρου επιχειρηματία, που κρατά χαρτοφύλακα και στιλό. Τα σκηνικά του θεάτρου προβάλλουν το χιούμορ των διττών εννοιών που υπονοούνται σε αυτές τις παραλιακές σκηνές κοινωνικής συναναστροφής και περιγελούν τις εικόνες παραδεισένιων αποδράσεων για τουρίστες.

Το μπλε είναι η κυρίαρχη απόχρωση στα έργα αυτά, ενώ στο παρελθόν η Ειρήνη έχει δείξει προτίμηση στο κόκκινο της παλέτας της. Ο καταγάλανος ουρανός συγχωνεύεται με την τυρκουάζ θάλασσα, το λουλακί της ακτής συνορεύει με τις μπανανιές, των οποίων τα πλούσια φύλλα στο χρώμα του νεφρίτη φτερουγίζουν ράθυμα σε ένα σχεδόν ανάερο περιβάλλον – προσφέρουν αεράκι και σκιά στο ξαπλωμένο αγόρι με τα ληθαργικά μάτια. Οι μπανανιές κονταίνουν ακόμα περισσότερο τους παροιμιώδεις «πυγμαίους» που αλαφροπατούν στους δρυμούς των νησιών των θησαυρών, χωρίς να παραλείπει ούτε τον χιμπατζή από το φόντο. Η τροπική θαλασσογραφία είναι αχνώδης και περιγραμμένη από άμμο σαν ανεπεξέργαστη ζάχαρη που μοιάζει να σε προκαλεί να την αγγίξεις. Νωθρή ζέστη διαποτίζει και μετριάζει τον κίνδυνο. Σε τούτο το ερημικό νησί δεν υπάρχουν ίχνη βάρκας, ενήλικης εκφοράς λόγου ή πάλης οποιουδήποτε είδους – είτε για επιβίωση, είτε για την απόκρουση επιθέσεων από ένα στασιαστικό πλήρωμα ή από γηγενείς. Στο κυανό φόντο, η μικρή δασκάλα στέκεται αποσβολωμένη. Τα παιδιά είναι μαγεμένα, σιωπηλά, ώστε να φτάσει στ' αυτιά τους ο μουσικός σκοπός των σειρήνων. Πολύ αφοσιωμένα στο παιχνίδι τους, για να δώσουν την εντύπωση αβοήθητων πλασμάτων. Αλλού, ασυνόδευτα παιδιά με γαλάζιες στολές είναι ενωμένα με μια κόκκινη κορδέλα κάτω από το απογευματινό φως που φθίνει, ρίχνοντας μπλε σκιά στα κλαδιά πάνω από το κεφάλι τους που θυμίζουν σερπαντίνες. Στα έργα αυτά, που φέρνουν στο νου το μαγικό ρεαλισμό, τα παιδιά είναι ήσυχα και κόσμια, αλλά τριγυρνούν ασυνόδευτα, όπως στα παραμύθια. Κοιτούν τον κόσμο έξω απ' το κάδρο κάπως δύσπιστα ή έκπληκτα, σαν να τα έπιασαν να κάνουν κάποια αταξία.

Η Ηλιοπούλου δεν ταλαιπωρείται με την πιστή απεικόνιση, αλλά χρησιμοποιεί την τέχνη της στην περιγραφή που ζωντανεύει αναμνήσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το πιστεύω της ζωγράφου, οφείλουν να παραμείνουν φυσιογνωμικά διφορούμενες. Έτσι, το μεστό, το εύθραυστο και η πληθωρική ωριμότητα – η μέχρι στιγμής απείραχτη όψη της παιδικότητας προσδίδει μια πιο ελεύθερη, και όχι κυριολεκτική, ερμηνεία της φυσιογνωμίας. Τα παιδιά απεικονίζονται με μια ιδιοτροπία και μια τρυφερότητα που απαγορεύει η υπερρεαλιστική αναπαράσταση. Κατά μία έννοια, η Ειρήνη εξιδανικεύει και συνάμα ειδωλοποιεί την παιδικότητα, καθώς παγιώνει την αθωότητα και τον παλμό της πρώτης νιότης σε μορφές που είναι κάπως στιλιζαρισμένες ή στημένες. Η απόλαυση με την οποία η Ηλιοπούλου ζωγράφιζε παλιότερα γλυκίσματα και φρούτα από τη λαϊκή έχει μεταφερθεί στα παιδιά, εδώ όπου η επιθυμία διαποτίζει τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει τα παχουλά μάγουλα, τα ροδαλά χείλη, την άλω των μαλλιών, τα φορέματα με τους φραμπαλάδες…

Οικείος από άλλες φάσεις της καλλιτεχνικής τροχιάς της Ειρήνης, ο φυτικός κόσμος είναι και πάλι εκκεντρικός, όπως και κάθε πλάσμα που επινοεί. Σε αυτούς τους φανταστικούς πίνακες, η φύση βρίσκεται στην πλέον γόνιμη εποχή της – μουσκεμένη, φορτωμένη. Ξυπόλυτα παιδιά στέκονται με το νερό ως τον αστράγαλο ή ως τη μέση τους. Δέντρα αιωρούνται πάνω απ' το φουσκωμένο νερό και στο φόντο λάμπει ένα λουλακί ηλεκτρικό. Κάτι μας τραβά στην μπλε δίνη σαν χοάνη, που προκαλεί μια καταπραϋντική έκσταση, μια καταβύθιση αμνιακή. Προς το παρόν, όλα είναι γαλήνια σε τούτα τα τοπία άγριας φύσης, εντούτοις μπορεί να καραδοκεί κάτι στο δάσος του λυκόφωτος. Η φύση προστατεύει τα ασυνόδευτα ανήλικα, ρίχνοντας πέπλο πάνω από τις λαθραίες συναντήσεις τους, προφυλάσσοντάς τα κατά τις νυχτερινές περιπλανήσεις τους. Στα παραμύθια με θέμα τη φυγή ή την απόδραση, τα παιδιά συχνά πιάνουν φιλίες με ζώα του δάσους, μαγεύονται από δαιμόνια και καθοδηγούνται από τη φύση. Έτσι, τα δάση και οι λόφοι[ και οι ακτές] είναι η παιδική χαρά των πρωταγωνιστών, το σκηνικό του ατέλειωτου κυνηγητού και παιχνιδιού.

Μια τριάδα παιδιών σχηματίζει κύκλο γύρω από νεραντζιές με μπλε καρπούς κάτω από το σεληνόφως. Μια μπλε αχλή επικάθεται πάνω στα παιδιά που παίζουν σχολείο, καθισμένα σε μια σειρά από θρανία σαν ταξιδιώτες που ετοιμάζονται να αποχωρήσουν. Τα ηνία κατέχει μια υδρόγειος αντί για μια δασκάλα. Φθινοπωρινά φύλλα πέφτουν πάνω στην επιφάνεια των θρανίων και σκορπίζονται στο νερό κάτω στα πόδια τους. Τώρα ένα παιδί σαν ξωτικό κάθεται μοναχό του με ένα φανάρι να φωτίζει την απορημένη έκφρασή του. Ή μήπως πρόκειται για μαγική σφαίρα με την οποία έπλασε τους μυθικούς λαγούς; Μήπως ήταν και το ίδιο λαγός λίγα λεπτά πριν γίνουν τα μάγια – όπως υπονοεί η λαγουδίσια αντανάκλαση στη λιμνούλα με το νερό δίπλα της; Μια λυρική μπλε και μοβ γκάμα διαθλάται από τη λευκή γούνα και την κολλαριστή μπλούζα, έπειτα κλωνάρια φτέρης αναρριχώνται για να σώσουν το παιδί από την πλημμυρίδα. Σε ένα άλλο έργο, οι πιτζάμες ενός μικρού κοριτσιού αναμειγνύονται με τον μπλεγμένο κισσό πίσω της, θαρρείς και η ίδια η Βεατρίκη ξεφύτρωσε από τη γη. Το πρόσωπό της, σαν πορσελάνινης κούκλας, έρχεται σε αντίθεση με μια χαρακτηριστικά παιδική πόζα. Σε ένα παραμυθένιο σκηνικό μπροστά της, ντεκουπαρισμένες μαριονέτες αποκτούν τρίτη διάσταση καθώς το χρυσαφί φως περιγράφει τις σιλουέτες τους με ένα ατέλειωτο βαθυγάλανο φόντο. Μια δεντροστοιχία υποκλίνεται για να σχηματίσει ένα ξέφωτο για το θέατρο σκιών. Μια μαγική παράσταση με θεατή ένα δέντρο με πρόσωπο σχηματισμένο στον κορμό, που φιλοξενεί μια μάζα κισσού που αντικατοπτρίζει τη σιλουέτα του κοριτσιού απέναντι.

Η προκλητική ομορφιά της θεατρίνας με τα μισάνοιχτα χείλη τονίζεται χάρη στην ιριδίζουσα τουαλέτα της από ταφτά και κεντητή δαντέλα. Δημιουργεί δραματική αντίθεση με την προοπτική των βελούδινων γαλανών λιμνών που περικλείονται στο θεωρείο με τον περίτεχνο στολισμό. Η ειλικρίνεια και η αγνότητά της μας καλούν με ένα νεύμα: μια τρυφηλή μεταξένια αυλαία είναι μαζεμένη δίπλα στο στιλπνό της φόρεμα, ο τρόπος με τον οποίο το καθαρό, οβάλ πρόσωπό της πλαισιώνεται από χείμαρρους καστανοκόκκινων μαλλιών και το πώς το φόρεμά της αρμόζει σε μια ανήλικη νύφη – όλα αυτά υπαινίσσονται ένα λανθάνοντα ερωτισμό. Στον πίνακα με το κουκλόσπιτο, το χέρι ενός μαριονετίστα κραδαίνει το νήμα της στάθμης, ανάμεσα σε πορτρέτα που κρέμονται συμμετρικά σ' ένα διαχωριστικό τοίχο της σάλας. Η παρακείμενη πτυχή επίσης αποκαλύπτει ένα χέρι που τραβάει την προσοχή στο πλαίσιο από κάτω – η θέα βαθυγάλανης θάλασσας ή ένας διακοσμητικός πίνακας; Οι λεπτεπίλεπτες υπηρέτριες με την ποδιά αντιπαρατίθενται με την ανιαρή κυρία που αναπαύεται. Τα αγόρια με βικτοριανή ρεντιγκότα είναι στραμμένα και τα δύο προς κάτι που τους τράβηξε την προσοχή εκτός σκηνής. Μια ιριδίζουσα ροδανιλίνη μοιάζει να στάζει από τη σταμπωτή ταπετσαρία. τα πληθωρικά δώρα κάνουν τα έπιπλα να φαντάζουν εύθραυστα και το σερβίτσιο του τσαγιού να μοιάζει με παιχνίδι. Η επιχρυσωμένη κορνίζα στο γείσο του τζακιού αντανακλά έναν άλλο συνδυασμό έργων, ενώ η σάλα μοιάζει σαν να έχει σφηνωθεί σε πρασινομπλέ φύλλωμα.

Ένα κορίτσι με φλογερή κόμη προχωρά μες στη λίμνη ακολουθώντας τον οδηγό της και οι ρυτιδώσεις απλώνονται στα απόνερα της χελώνας σαν ατμοί. Οι σμαραγδένιες και γκριζογάλανες αποχρώσεις του αγριότοπου δημιουργούν κοντράστ με την εξωτική ωχρότητα του κοριτσιού. Επιστρέφει με τη λεία της και τους μελιτζανόχρωμους συντρόφους της στο θόλο, ένα περίπτερο διάστικτο με αστέρια που θυμίζει ιπτάμενο δίσκο που μόλις φωτίστηκε μέσα σ' ένα έλος. Ένα μυστηριώδες βαγόνι τρένου είναι σταθμευμένο σ' ένα άδειο χωράφι, φτέρες έχουν φυτρώσει πάνω από τις ράγες, ενώ τα φώτα του καθοδηγούν τα παιδιά στη βροχή. Η ομπρέλα του κοριτσιού παραμένει κλειστή, ενώ ο φίλος της, με τη βέργα στο χέρι, δείχνει να απολαμβάνει το ψιλόβροχο φορώντας τις γαλότσες του.

Αυτή η ενότητα έργων προέρχεται από μια περίοδο μακρόχρονης ενδοσκόπησης, από ένα ταξίδι στις πρώτες διατυπώσεις της φαντασίας, στο παιδικό παιχνίδι σαν το μασκάρεμα, την προσποίηση, το κυνηγητό, τα κυκλικά παιχνίδια… Σε αυτές τις ονειροπολήσεις, η Ηλιοπούλου ζωγραφίζει με διεισδυτικό τρόπο παιδιά στις προσωπικές τους αποδράσεις, όπου οι γονείς έχουν μείνει πίσω. Κάποια στιγμή οι μεγάλοι μάς αφήνουν. Αυτό που κρατάμε μετά την απώλεια είναι η λαχτάρα να ξαναβιώσουμε αναμνήσεις – να ξανανιώσουμε την παρουσία αυτών που έχουν φύγει. Η Ειρήνη Ηλιοπούλου επιστρέφει στη μαγεία της παιδικής ηλικίας επειδή πρόκειται για ιστορίες που, όταν τελειώνουν, μας κάνουν να επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Η απουσία των ενηλίκων στα έργα αυτά προϋποθέτει τη βεβαιότητα ότι αυτοί περιμένουν στο τέλος της περιπέτειας. Η Ειρήνη φαντάζεται το διάστημα της απόδρασης χωρίς αναστολές – παιδιά εξερευνούν την παραλία, τρυπώνουν στο δάσος, κι όλα αυτά με μια προφανή αίσθηση σκοπού, ίσως του είδους που απαιτεί η απείθεια. Κάτι που η ζωγράφος μοιράζεται με τη θεματολογία της και μας προκαλεί: η παρατολμία των αθώων.

 

Andrea Schroth

μετάφραση στα ελληνικά: Αλεξάνδρα Κονταξάκη