Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Έχουμε φύγει από την ανεμελιά των φλογοκόκκινων καφέ όπου οι θαμώνες αδειάζουν το κρασί από τα ποτήρια τους και ανταλλάσσουν διερευνητικά βλέμματα- είμαστε μακριά από τα παιχνίδια των παιδιών στην ακροθαλασσιά κάτω από το θάμπος του τροπικού ήλιου και τον βαθυγάλαζο ουρανό — όπως και από τις εξορμήσεις τους σε παραμυθένια δάση όπου συναντούν παγανιστικά ομοιώματα, ξωτικά του δάσους, άγρυπνα άγρια ζώα. Επίσης απέχουμε πολύ από κουκλόσπιτα, αναπαραστάσεις του θεάτρου κούκλας και της ταχυδακτυλουργίας του μαριονετίστα.

Στο νέο corpus των έργων της, η ζωγράφος Ειρήνη Ηλιοπούλου έχει ανοίξει πανιά για άλλους τόπους. Όπως εξηγεί και η ίδια, πριν από δυο χρόνια ένιωσε την ανάγκη για μια αλλαγή από τα χρόνια της «αφήγησης» και αποφάσισε να εργαστεί με πιο άμεσο ύφος, γι’ αυτό στράφηκε στον κόσμο των πετρωμάτων. Η ρευστότητα και η αμεσότητα που χαρακτηρίζει τις ακουαρέλες τις καθιστά ιδανικό μέσο προσέγγισης του διαρκώς μεταβαλλόμενου θαλασσινού τοπίου. Και ανακάλυψε πως, ενώ ζωγράφιζε βράχια στη θάλασσα, φανταστικά στοιχεία ξεπρόβαλλαν αυτόκλητα — σαν τα σχήματα και τις μορφές που διακρίνουμε στα σύννεφα αν κοιτάξουμε για πολύ τον ουρανό. Η τρέχουσα έκθεση με τίτλο Mare Mineralisαποτελείται από έξι ακουαρέλες μεγάλου μεγέθους (2 mx1,5 m) και 14 έργα μικρότερων διαστάσεων. Δείγματα της νέας σειράς έργων είδαμε για πρώτη φορά στην Art Athina τον Μάιο του 2014, όπου συμμετείχε με την Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Στους περισσότερους από αυτούς τους πίνακες, η ζωγράφος δεν ατενίζει ένα θαλασσινό τοπίο από την ακτή, αλλά εξετάζει μικροσκοπικά νησάκια εκ του σύνεγγυς και από το ύφος των ματιών (σαν από καράβι), πράγμα που εντείνει το αίσθημα της μοναξιάς και της γαλήνης.

Τα έργα περιστέλλονται στο στοιχειώδες, είναι σχεδόν απογυμνωμένα σε σύγκριση με τις οργιώδεις συνθέσεις κατάφυτων κήπων και αλσυλλίων. Εδώ, οι απαλόχρωμες βραχώδεις μάζες είναι αγκυρωμένες στα ανοιχτά, όπου η στεριά δεν φαίνεται από πουθενά. Μην τυχόν τριγυρίζουν Σειρήνες κάτω από το νερό περιμένοντας να βγουν στην επιφάνεια όταν δεν θα κοιτάει κανείς; Σε κάποιους πίνακες μια ρηχή λιμνούλα παφλάζει στην άκρη ενός βράχου και το νερό είναι «στρωμένο» σαν από νούφαρα, σε μια διάταξη που θυμίζει τα μοτίβα των ταπετσαριών της Αρ Νουβό. Σε άλλους, η κατωφέρεια στη ρίζα του βράχου βυθίζεται κατακόρυφα και τίποτα δεν διακρίνεται μέσα στη μυστηριώδη άβυσσο από κάτω. Πιο σημαντικό απ’ το να εξιχνιάσουμε τα βάθη είναι να διακρίνουμε αυτό που είναι ορατό στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας: ένας βράχος ξεπροβάλλει σαν κεφάλι ιγκουάνα· ένα άλλο ύψωμα θυμίζει τα οπίσθια ενός θαλάσσιου ίππου ή τα καπούλια μιας σφίγγας. Σε μια θαλασσογραφία βρίσκουμε το ράμφος ενός γερακιού. Αλλού, το ιβουάρ κρανίο ενός λιονταριού στέκεται πάνω σε ένα βάθρο, με απόκοσμες σκιές στα κοιλώματά του. Ύστερα το τέρας του Λοχ Νες σηκώνει το κεφάλι από τη θάλασσα, ενώ πιο κάτω ο θηριώδης όγκος του Μόμπι Ντικ διαγράφεται στον ομιχλώδη λευκό ορίζοντα σαν μεσημβρινός αντικατοπτρισμός - υπενθυμίζοντάς μας την απέραντη μοναχικότητα της λευκής φάλαινας με το τρομερό διάδημα από πεταλίδες. Το κήτος, αλλά και οι Άλπεις, οι πυραμίδες και ο όλο κρατήρες σεληνιακός δίσκος, μέσα από τη γιγαντιαία λευκότητά τους, θυμίζουν την παγερή αύρα αυτού που, στη φαντασία μας, είναι ασάλευτο, αιώνιο. Ωστόσο, αυτή η αλαλία αμβλύνεται σε κάποιες άλλες ακουαρέλες με την απόδοση του ασβεστόλιθου με ανοιχτό μαβί, ή με κόκκινες φλέβες που φέρνουν στον νου τον μυελό των οστών, ή αλλού σκεπασμένου από βρύα και φύκια. Το ξασπρισμένο από τον ήλιο, ραβδωτό, αλμυροφαγωμένο αλάβαστρο κάνει αντίθεση με το ροδόχρωμο ηλιοβασίλεμα στο φόντο- οι κοιλότητες του βράχου ζωγραφίζονται με μια κίτρινη απόχρωση, σαν πλάκες στα χρώματα του πωρόλιθου. Πράγματι το διάχυτο χλωμό φως πριν από το σούρουπο ή ο ουρανός που σκοτεινιάζει προμηνύοντας καταιγίδα προσδίδουν μια φασματική λάμψη στους κατά τα άλλα αλαμπείς βράχους- σε άλλους πίνακες, η απουσία άμεσου φωτός αναδεικνύει μια μαρμαρυγή στην επιφάνεια του βράχου (που μοιάζει πολύ με τη θερμή διαφάνεια του μαρμάρου).

Είτε πρόκειται για μυθικά τέρατα είτε για είδη που έχουν εκλείψει, τα «θαλάσσια πλάσματα» της Ηλιοπούλου αποτελούν ατάραχους φρουρούς του βασιλείου του Ποσειδώνα, που εμφανίζονται ανά διαστήματα κατά μήκος της ακτογραμμής και βαθύτερα μέσα στη θάλασσα σαν παράκτιοι σηματοδείκτες ή σταθμοί σημειωμένοι σε χάρτη θησαυρού. Ένας μοναχικός βραχώδης σχηματισμός μπροστά από ένα ιδιαίτερα τρικυμισμένο φόντο μάς φέρνει στον νου το καταραμένο πλοίο φάντασμα «Ιπτάμενος Ολλανδός»- ή τον Ιωνά που τον πέταξαν στη θάλασσα επειδή έφερνε κακοτυχία στο πλοίο και μετά τον κατάπιε το κήτος (για να τον ξαναβγάλει μετά από τρεις ημέρες). Τοτεμικά στωικά θαλάσσια γλυπτά στεφανωμένα με τούφες βρύων, διάτρητα από ρωγμές και σχισμές, ακόμη και κηλίδες πίσσας. Άραγε αυτή η σπηλιά που σκεπάζεται από πλοκάμια φυκιών να είναι ο τόπος όπου τελούνται μυστικιστικές τελετές μύησης ή η είσοδος του όρμου των πειρατών όπου βρίσκεται θαμμένος ο θησαυρός; Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι σκηνές των απόκρημνων νησίδων δεν περιλαμβάνουν καμία ανθρώπινη παρουσία, παρότι θυμίζουν ζωικές μορφές. Ανεμοδαρμένοι, λαξεμένοι και λειασμένοι από το νερό και τον άνεμο, ξασπρισμένοι από τον ήλιο, αυτοί οι ογκώδεις βράχοι δεσπόζουν στη θάλασσα, αγκυρωμένοι σαν μόνιμοι σκοποί- σημαδούρες που επισημαίνουν βουλιαγμένα πλοία ή θυμίζουν τη χίμαιρα της μυθικής Ατλαντίδας. Μόλις το βλέμμα της Ειρήνης Ηλιοπούλου σταθεί πάνω στην πέτρα μέσα στη νηνεμία ενός συννεφιασμένου απογεύματος, τα μάτια της αρχίζουν να μετρούν κρατήρες, λάκκους, τρύπες και ενώσεις αναζητώντας το κρυμμένο, για να δείξουν πώς το γεωλογικό μπορεί να υποδηλώσει κάτι πιο αμφίσημο από μια σκέτη σκληρή επιφάνεια.

 

Αντρεά Σκρόθ
Ιανουάριος 2015

Μετάφραση από τα αγγλικά Νίνα Μπούρη