Σ’ έναν χρόνο που πετρώνει μέσα από τις στιγμές του, που εισέβαλαν οι αγελάδες, εμφανιζόμενες σε μιαν από τις πρώτες ενότητες των έργων της Ειρήνης Ηλιοπούλου. Μνημειακές και ταυτοχρόνως ζωντανά παλλόμενες, αρχετυπικές και την ίδια ώρα δραματικές, μέσα από τις εντάσεις ενός σοβούντος λυρισμού, μετέβαλαν το τοπίο που τις φιλοξενούσε στις λοφοσειρές και τα σκοτεινά λιβάδια του σώματός τους. Το βλέμμα τους, τραγικά αθώο, έλαμπε καρφωμένο προς το βορά, σαν πυξίδα για χαμένους ναυαγούς στο πέλαγος. Ο παραδείσιος και εφιαλτικός κόσμος των αγελάδων έδωσε το έναυσμα για τα «παραστατικά ανοίγματα» της Ηλιοπούλου, όπως τα βλέπουμε στους άδειους χώρους της λησμονιάς και της αναμονής που ζωγράφισε κατόπιν, διαμορφώνοντας δαιδάλους από τοίχους, διαδρόμους, φεγγίτες, σκαλωσιές για τα περάσματα και τα αδιέξοδα, για τους υπόγειους συρμούς, και τα θέατρα πλοήγησης της μεταίσθησης.
Στα έργα της χρησιμοποιούνται για να υπερακοντιστούν οι συμβάσεις στο θέατρο της ίδιας της παράστασης της εικόνας. Μιας εικόνας που υποδύεται ρεαλιστικά προσχήματα για να ενσαρκώσει μια μεταφυσική στο κέλυφός τους. Και το παρισινό εγκαταλελειμμένο θέατρο «Vieux Colombier» (1988) της προσέφερε το μύθο της «Αριάδνης», που Ηλιοπούλου ζητούσε, για να υφάνει τους δικούς της μύθους μέσα σε καφκικά περιβάλλοντα, αλλά με παπαδιαμάντεια «φώτα ολόφωτα». Εκεί, το τεχνητό φως των προβολέων συναντιέται με ένα αναθάλλον φως, μετριάζοντας τη μαγική πλάνη της αλήθειας, με τις παγίδες που στήνουν καραδοκούσες σκιές, και τα δαιδαλώδη αδιέξοδα. Οι «έξοδοι κινδύνου» μετατρέπονται εξαίφνης σε εξορίες νοήματος, επιστρέφοντας στον θεατή που προσπαθεί να δραπετεύσει, καθώς οδηγείται υπόγεια και από μια άλλη πλευρά, πάλι σε αυτά τα αινιγματικά παρασκήνια.
Το 1991, οι «ορυζώνες» και οι «αμπελώνες» της υψώνουν αρκετά τον ορίζοντα αφήνοντας τις γεωργημένες γραμμές της προοπτικής αυτών των χωραφιών να οδηγούν το βλέμμα του θεατή ψηλά στο σκοινί του ακροβάτη, χωρίς από κάτω του να βρίσκεται δίχτυ ασφαλείας. Οι δεσπόζουσες των συγκλινόντων αξόνων προς το βάθος φανερώνουν ωστόσο μια χαμηλή και σχεδόν προσμετρήσιμη απεραντοσύνη. Είναι μια γήινη και δικτυωτή απεραντοσύνη, όπου το βλέμμα στα κατοπινά της έργα, μπλέκεται και σχεδόν αγγίζοντας φυτικές οάσεις αφοπλίζεται, μέσα σε ευφρόσυνες λόχμες και μεσογειακούς φωτεινούς καρπούς, με βλαστάρια, κλαδιά, άνθη και φύλλα της Εδέμ και παράλληλα του ενσαρκωμένου ερέβους.
Τον «Νοέμβριο» του 1994, ανάμεσα στα έργα της υπάρχει και ένα που απεικονίζει μια βραδινή αυλή να φωτίζει τους κορμούς των δένδρων της ένας ηλεκτρικός γλόμπος. Στη βάση της σύνθεσης, ένας λαβύρινθος οφιοειδούς πλοκής από το λάστιχο του ποτίσματος, ίδιος με εντόσθια προϊστορικού ζώου, είναι αφημένος διαγωνίως και χαμηλά, σαν το κουβάρι νήματος της «Αριάδνης». Ανάμεσα στο γλόμπο και στο λάστιχο, μια «κόκκινη κλωστή δεμένη» στα δέντρα παραπέμπει στην απουσία/παρουσία της υποθετικής άλλωστε Αριάδνης, καθώς αθέατα και σιωπηλά, σχεδόν ψιθυριστά, μιλάει εκείνη με το θεατή. Εκείνος ο ψίθυρος συντροφευμένος από ατμόσφαιρα Visconti και μαζί Antonioni, έγινε έκρηξη επιθυμίας και απόγνωσης στα «μπαρ» (2004) της Ηλιοπούλου, προσγειωμένη όμως αυτή η έκρηξη στους χώρους των σημερινών μας συναναστροφών. Στους χώρους όπου οι άνθρωποι, κατά το ήμισυ φανερωμένοι, ανάμεσα σε καθίσματα, διαχωριστικά, πίσω από ημιδιάφανες κουρτίνες, μέσα από τηλεφωνικούς θαλάμους, προσπαθούν – καθώς οι ήρωες του Samuel Beckett – να επικοινωνήσουν, ατελέσφορα ωστόσο και με κομμένα τα καλώδια. Το ρόλο της «Αριάδνης», που εν τω μεταξύ ανεφλέγη από τον αμεταβίβαστο ερωτικό της πόθο, αλλά δεν κατεκάει, τον αναλαμβάνει σε εκείνα τα έργα της, συνθετικά και χρωματικά, κάποιο μπαλόνι μέσα σε λεωφορείο ή το γκαρσόνι του καφενείου θυμίζοντας η εικαστική αυτή μυθοπλοκή ένα είδος παραβολής. Τα πρόσωπα υποδύονται άλλωστε personae. Γίνονται σημεία αναφοράς, παραμένοντας πάντοτε ως διαμεσότητες. Υπάρχουνε και ταυτοχρόνως αυτοακυρώνονται αφήνοντας στη θέση τους νησίδες μοναξιάς και επιθυμίες υπέρβασης.
Της Αθηνάς Σχινά
Πλόες ΧΙ, Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως Άνδρος, 2005