Η Ειρήνη είναι για μένα μια παλιά φίλη γνώριμη από χειμωνιάτικους αμπελώνες, από νυχτωμένους κήπους γεμάτους δροσιά και βρύα, από βάλτους στο χρώμα του ουρανού κι από αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων στο χρώμα της παρακμιακής αυτοκρατορικής πορφύρας. Εξάλλου τα «πορφυρά» της στάθηκαν αφορμή, πριν αρκετά χρόνια, να διεισδύσω σε μια εύφορη απορία για όλο της το έργο. Είχε τότε μεταφέρει την αίσθηση αυτών των αιθουσών στους μουσαμάδες της με μια μοναδική ακρίβεια σιωπής.
Τουλάχιστον έτσι μου αποτυπώθηκαν εκείνα τα σιωπηλά σύνολα παρατηρημένα από θολά τζάμια κάποιες ώρες παράταιρες. Μάλλον πρωινές. Και μου αναβίωσαν αμέσως τη νοσταλγία για την παιδική περιέργεια, όσον αφορά την αποκαθηλωμένη μαγεία αυτών των ψυχαγωγικών χώρων, όταν τους παρατηρούσα χωρίς κοινό, χωρίς δράση με μία εύλογη συμπόνια για το παρατημένο τους μεγαλείο.
Είχα ήδη φτιάξει τα δικά μου σενάρια βλέποντας την έκθεση της με τις αίθουσες αυτές κι έκτοτε την αναζητούσα ξέροντας εκ των προτέρων ότι θα συνέχιζε να είναι αποκαλυπτική στα σημαντικά ημιτόνια που με γοήτευαν στη ζωγραφική της. Μια ζωγραφική παραστατικών αινιγμάτων και γι' αυτό ακριβώς ιδιαίτερα σημαντική.
Όλα της τα έργα είχαν μια επιβλητική μαθηματική ασάφεια, που ο γράφων, ως παντελώς ατάλαντος στα μαθηματικά και βαθιά κομπλεξαρισμένος με την υποψία πως μου διέφευγαν σημαντικές αισθητικές συντεταγμένες εξαιτίας της αδυναμίας μου, με τα χρόνια έμαθα να εντοπίζω το σημαίνον με την «έβδομη» αίσθηση μου. Μια αίσθηση που αντλούσε άλλοθι μόνον απ' το περίτεχνο. Κι αυτό το περίτεχνο το συναντούσα επιθετικά ωραίο στα έργα της,
Έργα σίγουρα για το δέμα τους, που αποζητούσαν -εμένα τουλάχιστον αυτό μου είχε γίνει εμμονή- οπωσδήποτε διαισθητικά συνεργασία με το κοινό. Φαινομενικά πρόσφεραν με σαφήνεια ένα δέμα κι όμως πίσω απ' τη βεβαιότητα κρυβόταν η χαρά του γρίφου. Η δική της περιπαικτική μαστοριά.
Και σ' αυτό το σημείο έπρεπε να επιστρατεύω την «έβδομη» αίσθηση μου, να συνθλίβω το θλιβερό μαθηματικό παρελθόν μου και να εφευρίσκω τρόπους προσέγγισης στη δραματική λύση των έργων της. Έργα, όπως είπα, ακρίβειας και παγιδευμένα σε ευαισθησίες με εκρηκτική χρωματική προσέγγιση.
Οι ζωγράφοι αρέσκονται πιθανόν να ερμηνεύονται λανθασμένα απ' το κοινό, που συνήθως είναι πρόθυμο να υποκύψει στον παντοδύναμο υποκειμενισμό του. Και γιατί όχι;
Στη δική μου περίπτωση θέλω να πιστεύω πως το έργο της Ειρήνης αντάμειψε μεν αυτήν την υποκειμενική στάση, αλλά και βρήκαμε άθελα μας και κοινούς τόπους επικοινωνίας και μάλιστα μέσω της γραφής. Η γραφή ανήκει στα δικά μου χωράφια.
Κι έτσι πριν δύο τρία χρόνια όταν έγραφα το μυθιστόρημα «Ο Τούρκος στον κήπο» κι ενώ πάλευα με το κουβάρι των επινοήσεων μου και με ήρωες αρκετά ζόρικους με επικίνδυνα χαρίσματα και ήχους μιας γλώσσας σαν την τουρκική... προέκυψε η προηγούμενη έκθεση της Ειρήνης. Κι εκεί μέσα στην πλούσια ανήσυχη χλωροφύλλη των έργων βρήκα τις «ντομάτες» μου. Ερήμην μου... και ερήμην της.
Κι αυτό ακριβώς ήταν το καταπληκτικό. Το πώς συμπέσαμε σ' ένα δημοφιλές -και μάλλον αντιζωγραφικό- σαλατικό που όμως αποτελούσε κλειδί στις εμπνεύσεις μας. Για την Ειρήνη οι ντομάτες ήταν ακόμη ένας καρπός αφορμή για επαναπροσδιορισμό της υψηλής αίσθησης που είχε για τη φύση. Για μένα ήταν ένα βασικό συστατικό των μυστηρίων του βιβλίου μου. Όταν τις είδα στους πίνακές της, ήμουν βέβαιος πια για τη μυστική επικοινωνία μας κι έτσι οι ήρωες μου στον «Κήπο» γεύτηκαν σε γενναίες δόσεις τις επιθετικές ντομάτες με τα επιπλέον συστατικά που πρόσδεσα.
Τελικά δεν μπορώ να αποποιηθώ την υποψία πως το κόκκινο είναι το χρώμα που με συνδέει με το έργο της Ειρήνης Ηλιοπούλου. Συμπτωματικά βέβαια, γιατί κι εγώ είμαι ιδιαίτερα παρορμητικός και βουλιμικός μπροστά στη χλωροφύλλη που τόσο μυστηριωδώς συναρπαστική πλαισιώνει τις γόνιμες εμπνεύσεις της. Πότε σε κήπους αλωμένους από τον έρωτα μιας κρυφής ζωής που πάλλεται, πότε σαν στοιχείο ζωτικά ανήσυχο όσο και προστατευτικό στο βασικό θέμα της.
Για όλους αυτούς τους λόγους αγαπώ τη δουλειά της και εκπλήσσομαι κάθε φορά μπροστά στο «δεδηλωμένα περίτεχνο», όπου ελλοχεύει ο οίστρος της έκπληξης. Μια έκπληξη κοντά στη δική μου διάθεση περιπλάνησης σε έργα διάρκειας, σε έργα που δεν τους αρκεί μια θαυμαστική ματιά ή μια ναρκισσευτική ερμηνεία-παρερμηνεία, σε έργα που τα απορροφά γρήγορα η παντοδύναμη ψυχραιμία του τοίχου,
Τα έργα της Ειρήνης διαβρώνουν τον ορίζοντα, ίσως γιατί παραμένουν επικινδύνως υγρά πολύ πέραν του βλέμματος κι ανοιχτά στην τόλμη του θεατή, που υποψιάζεται τις μαγνητικές προθέσεις των σεναρίων της, ακόμη κι αν ο τοίχος που τα στηρίζει χρειάζεται κατεδάφιση.
Οκτώβρης 2003 Γιάννης Ξανθούλης