Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η εικαστική κοινότητα των ζώων της Ειρήνης Ηλιοπούλου, συµβολίζει την ανθρώπινη αναζήτηση της υπέρτατης, ανεπιτήδευτης αθωότητας της ζωής. Εδώ, τώρα, δεν είναι η ονειρική έκπληξη που προβάλλει µέσα από τα µυστήρια της φύσης εκείνη που στέλνει το µήνυµα, αλλά η ίδια η ζωντανή φύση συναρπάζει µε την αλήθεια της, µε την απολύτως ρεαλιστική παρουσία της, µέσω της οποίας µάς λέει την ιστορία της και εκφράζει το πάθος για τη συνέχεια της ύπαρξης της, µε, οµολογουµένως, αριστοτεχνικό εικαστικό τρόπο. Υποτίθεται ότι τα ζώα δεν µιλούν, αλλά, εδώ, η Μπέλλα, ο Χάρης και τα άλλα µέλη της κοινωνίας της φάρµας, συνδιαλέγονται πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον θεατή, συχνά, σε φυσικό µέγεθος, µόνο µε την παρουσία τους, µε την ισορροπία της ύπαρξης τους.

Η αληθινή τέχνη αναδεύει σαν κυκλώνας τα τρίσβαθα της ψυχής µας και ξεσηκώνει τα µύχια, πολύτιµα φυλαχτά µας. Γι’ αυτό και µιλά ξεχωριστά στον κάθε θεατή που επικοινωνεί µε το έργο, σαν να του ψιθυρίζει εµπιστευτικά στο αυτί ένα µυστικό, και αφυπνίζει µια προσωπική ιστορία του. Εµένα, τα γαϊδουράκια της Ειρήνης µε παραπέµπουν απευθείας στα «κτήµατα» (έτσι έλεγε τα µεγάλα ζώα του, δύο γαϊδουράκια και ένα δυνατό µουλάρι, ο πάππους), ισότιµα, σχεδόν, «πρόσωπα» της οικογένειάς µας, και επαναφέρουν στο προσκήνιο της ζωής µου σήµερα, µια εικόνα του τότε, πολλές δεκαετίες πίσω, η οποία αποτύπωσε φωτογραφικά, εν πολλοίς, την εξέλιξη της ζωής µου. Η φωτογραφία, που καταγράφει τη µητέρα µου και εµένα επάνω στην ηλικιωµένη «γάρα» του πάππου, τραβήχτηκε και εµφανίστηκε για να σταλεί στον πατέρα µου που ήταν µπαρκαρισµένος στα καράβια, «για να δει πόσο εµεγάλωσα», όπως επισηµαίνει ιδιοχείρως η µητέρα µου στην πίσω όψη. Όντως είχα µεγαλώσει πολύ, αλλά ο πατέρας µου δεν µε είχε δει. Αναγκάστηκε να µπαρκάρει από τη Ρόδο την παραµονή της γέννησής µου, γιατί τότε βρέθηκε κενή θέση σε καράβι, τη δύσκολη εποχή της µεγάλης κρίσης στη ναυτιλία το 1958, και η ευκαιρία δεν µπορούσε να περιµένει την έλευσή µου.

Τα ζωντανά αποµεινάρια εκείνης της εποχής, συνάντησε η Ειρήνη µέσα στα ίδια τοπία στο νησί της καρδιάς µας, και τα ξεχώρισε για να αποτελέσουν µοντέλα έµπνευσης του νέου κύκλου της έκφρασής της, όχι ως καινούργια, αλλά ως άλλη ανακάλυψη. Το έχει αυτό το κυρίαρχο γνώρισµα η τέχνη της Ειρήνης. Ό,τι επανέρχεται στη ζωγραφική της, δεν επαναλαµβάνεται, αλλά ξαναγεννιέται και ανανεώνεται. Οι φιγούρες των βοοειδών που παρουσίασε το 1990 µε τη γκαλερί Berggruen στο Salon de Mars στο Παρίσι, τοποθετείται, σαφώς, σε µουντά τοπία της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, ενώ τα ολόφωτα ζώα αυτής της ενότητας, κινούνται µέσα στη γεωγραφία (αλλά και στην ατµόσφαιρα) του µεσογειακού νότου· ιδιαιτέρως τα πρόβατα που τρέχουν στην ακροθαλασσιά του Καταρτιού, λες και επιδιώκουν να εισβάλουν στους «Τόπους επιθυµίας» της ψυχής µας. 

Όποιος έχει το προνόµιο να βιώσει την αγωνία της Ειρήνης για την κυοφορία του νέου, απολαµβάνει διπλά και τριπλά την εικαστική έκφρασή της. Της δίνει µορφή και νόηµα, την πλάθει µε το νου και µε τα χέρια της, κυριολεκτικά αυτή τη φορά, αφού τα ειδώλια – τους πρώτους ενοίκους αυτής της Κιβωτού των ζώων – άρχισε να τα δηµιουργεί στο χώρο που ο πάππους στάβλιζε τα «κτήµατα», πολλά χρόνια πριν τον ανακαινίσουµε για να γίνει το σπίτι µας στο νησί. Αυτά τα ειδώλια έχουν ακόµη πιο έντονο γήινο χαρακτήρα ή, καλύτερα, είναι η ίδια η οµορφιά της µεταποίησης της γης. Η γη είναι υπέρτατη ύλη της ζωής που κυλά φυσικά, µε τους λογικούς ρυθµούς των ζωντανών όντων, µε ενστικτώδη – άρα άδολη και αταλάντευτη – ηθική και αξίες.      

Αυτή η έκθεση, είναι, όντως, µια δοκιµασία της ανθρωπιάς µας, αλλά και µια θαυµάσια ευκαιρία, να επαναφέρουµε στην µηχανοκίνητη, σηµερινή ζωή µας, τις αισθαντικές αναµνήσεις µας (που µπορείς να τις πεις και αξίες) από ζωοκίνητες περασµένες εποχές. Αλλιώς φουντώνει µέσα µας η νοσταλγία για το αυτοκίνητο του πατέρα, κι αλλιώς για τον γάιδαρο του πάππου. Αλλιώς αισθανόµαστε όταν αποκτούµε µια καινούργια µηχανή, κι αλλιώς όταν είδαµε να φέρνουν την αδάµαστη µικρή «Πουλαρίνα» στο σπίτι. Είχε γεννηθεί επάνω στα όρη, µακριά από τους ανθρώπους, από τη γηραιά µητέρα της (εκείνη της «οικογενειακής» φωτογραφίας) που ο πάππους είχε αφήσει ελεύθερη να περάσει ξεκούραστα τις τελευταίες ηµέρες της ζωής της. Αλλά, εκείνη, δεν είχε σκοπό να τελευτήσει τη ζωή της γρήγορα, συνέχισε να απολαµβάνει τη ζωή χωρίς την καθηµερινή φροντίδα κανενός. Μάλιστα ζευγάρωσε και έφερε στον κόσµο µια νέα ζωή. Κι ενώ η Πουλαρίνα σαµαρώθηκε και εντάχθηκε στο κοµβόι του πάππου, κανέναν µας, εκτός από εκείνον, δεν δεχόταν να την καβαλικέψει. Παρέµεινε άγρια, αν και έµπαινε κι αυτή στον ζυγό.

Όµως, η «Φάρµα» (ή η κιβωτός) της Ειρήνης, δεν ξυπνά, απλώς, αναµνήσεις και ξεχασµένες διαχρονικές αξίες, αλλά, κυρίως, είναι Τέχνη. Είναι απίστευτα δύσκολο να ζωγραφίζεις κοινότοπα θέµατα, ρεαλιστικές φιγούρες ζώων, και να αποδίδεις νοήµατα πολύ πέρα από αυτό που δείχνουν µε την πρώτη µατιά. Στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης των βοοειδών, ο Giuseppe Frigeni είχε γράψει: «Αλλά η µατιέρα – µέσα απ’ τα µατωµένα σταξίµατα αλήθειας – προδίδει, µια κρυφή συγκίνηση. Η άκρα εκλέπτυνση και η διακριτική δόση ζωγραφικής τεχνικής, προσπαθεί να µεταδώσει αυτή την συγκίνηση, που η κοινοτοπία των θεµάτων µοιάζει να αρνείται». Έχει, βλέπετε, η δύναµη της ζωγραφικής, µεγάλα αποθέµατα της οποίας η Ειρήνη έχει αποθησαυρίσει µέσα της και κάθε τόσο µας χαρίζει γενναίες δόσεις συγκίνησης, που µας συναρπάζει, µέχρι την επόµενη έκθεση.

 

 

Νίκος Γ. Μαστροπαύλος
∆ηµοσιογράφος